ἄκλιτος — indeclinable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκλιτος — η, ο (Α ἄκλιτος, ον) (στη γραμματική) αυτός που δεν κλίνεται μσν. ο πείσμων, ο δύσκαμπτος, άκαμπτος, ανένδοτος (Ιω. Κλίμ.) αρχ. 1. αυτός που δεν παρουσιάζει κλίση 2. ο σταθερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κλίνω. ΠΑΡ. ακλισία] … Dictionary of Greek
ἀκλίτως — ἄκλιτος indeclinable adverbial ἄκλιτος indeclinable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκλιτον — ἄκλιτος indeclinable masc/fem acc sg ἄκλιτος indeclinable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαρέμφατο — Άκλιτος τύπος του ρήματος που δεν φανερώνει πρόσωπο και αριθμό όπως οι άλλες εγκλίσεις. Το α., που υπάρχει σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, προέρχεται από διάφορους ονοματικούς τύπους, πρόκειται δηλαδή για ρηματικό ουσιαστικό. Αργότερα, πήρε… … Dictionary of Greek
ἀκλίτοις — ἄκλιτος indeclinable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλίτου — ἄκλιτος indeclinable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλίτους — ἄκλιτος indeclinable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλίτων — ἄκλιτος indeclinable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλίτῳ — ἄκλιτος indeclinable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)